- ἀγείτων
- ἀγάωpres imperat act 3rd pl (attic epic ionic)ἀγάωpres imperat act 3rd dual (attic epic ionic)ἀγείτωνneighbourlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγείτων — ἀγείτων ( ονος), ον (Α [γείτων] αυτός που δεν έχει γείτονες, έρημος … Dictionary of Greek
ἀγείτονα — ἀγείτων neighbourless neut nom/voc/acc pl ἀγείτων neighbourless masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγείτονι — ἀγείτων neighbourless dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγείτονος — ἀγείτων neighbourless gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek